- ἐπάχθεια
- ἐπάχθειαtroublefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επάχθεια — ἐπάχθεια, η (AM) [επαχθής] 1. φορτικότητα, ενόχληση, δυσκολία 2. στον πληθ. ενοχλητικά φορτία … Dictionary of Greek
ἐπαχθείας — ἐπαχθείᾱς , ἐπάχθεια trouble fem acc pl ἐπαχθείᾱς , ἐπάχθεια trouble fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάχθειαν — ἐπάχθεια trouble fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՑԱՍՈՒՄՆ — (սման, անց.) NBH 2 0910 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 11c գ. θυμός ira praeceps, furor, iracundia ὁργή ira ἑπάχθεια molestia, offensa եւն. Ցասնուլն. զայրոյթ. սրտմտութիւն. սաստիկ բարկութիւն ահարկու. սաստ եւ պատւհաս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)